- απόλογος
- ομύθος με ηθικό δίδαγμα: Αντί να κάνει κήρυγμα, προτίμησε να τους αφηγηθεί έναν απόλογο.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ἀπόλογος — story masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
απόλογος — ο (AM ἀπόλογος) απολογία, λογοδοσία μσν. νεοελλ. απόκριση, απάντηση νεοελλ. τα τελευταία λόγια κάποιου ετοιμοθάνατου αρχ. 1. διήγηση, ιστόρημα 2. μύθος, αλληγορία 3. λογαριασμός, απολογισμός. [ΕΤΥΜΟΛ. < απο * + λόγος < λέγω] … Dictionary of Greek
ἀπολόγου — ἀπόλογος story masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπολόγους — ἀπόλογος story masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπολόγῳ — ἀπόλογος story masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπόλογοι — ἀπόλογος story masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπόλογον — ἀπόλογος story masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Apologue — An apologue (from the Greek απολογος, a statement or account ) is a brief fable or allegorical story with pointed or exaggerated details, meant to serve as a pleasant vehicle for a moral doctrine or to convey a useful lesson without stating it… … Wikipedia
Аполог — (аполог; от др. греч. ἀπόλογος «повествование, рассказ») литературный жанр, дидактический (нравоучительный) рассказ (повествование), построенное на аллегорическом (иносказательном) изображении животных или растений. Содержание … Википедия
аполог — АПОЛО´Г (от греч. ἀπόλογος, букв. рассказ) разновидность нравоучительной поэзии в России 18 начала 19 в.; то же, что басня, но преимущественно краткая; резюме дается в последней строке А. Например: Березка выросла пред домом кривобока; Пришлось… … Поэтический словарь